- εξυγιαίνω
- (AM ἐξυγιαίνω)νεοελλ.1. (για τόπο) απαλλάσσω από νοσογόνες εστίες2. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση («...να εξυγιάνει την οικονομία»)αρχ.-μσν.γίνομαι καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῡτο καὶ οἱ πλεῑστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν ταχέως», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.